κακία

κακία
2549 κακία
{сущ., 11}
1. злость, злоба;
2. порочность, испорченность;
3. зло, огорчение, забота.
Синонимы: 2550 (κακοήθεια).
Ссылки: Мф. 6:34; Деян. 8:22; Рим. 1:29; 1Кор. 5:8; 14:20; Еф. 4:31; Кол. 3:8; Тит. 3:3; Иак. 1:21; 1Пет. 2:1, 16. LXX: 7451 (ערַ).*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κακία" в других словарях:

  • κακία — κακίᾱ , κακία badness fem nom/voc/acc dual κακίᾱ , κακία badness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακίᾳ — κακίαι , κακία badness fem nom/voc pl κακίᾱͅ , κακία badness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάκια — και κακιά, η 1. έχθρα, εχθρότητα, μνησικακία, κάκιωμα («από τότε μού κρατάει κάκια») 2. ψυχρότητα μεταξύ πρώην φίλων, διαταραχή τών σχέσεων μεταξύ φίλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. κακίζω, υποχωρητικά] …   Dictionary of Greek

  • κακία — η (AM κακία) [κακός] 1. η ιδιότητα τού κακού ανθρώπου, η έλλειψη αρετής, η κακοήθεια 2. πονηρία, μοχθηρία, κακεντρέχεια 3. σκληρότητα νεοελλ. μσν. 1. οργή, θυμός 2. έχθρα, μίσος μσν. 1. ατιμία, ανηθικότητα 2. αλαζονεία, φιλοδοξία 3. μνησικακία… …   Dictionary of Greek

  • κακιά — ἡ βλ. κάκια …   Dictionary of Greek

  • κακία — η η ιδιότητα του κακού ανθρώπου, κακότητα: Η κακία σου δεν έχει όρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κακιά Σκάλα — Απότομη και απόκρημνη ακτή του Σαρωνικού, νοτιοανατολική απόληξη των Γερανείων, που βρίσκεται Δ των Μεγάρων. Από την περιοχή αυτή περνούν η σιδηροδρομική γραμμή Αθήνας Πελοποννήσου, η παλαιά και η νέα εθνική οδός Αθηνών Κορίνθου. Στην αρχαιότητα… …   Dictionary of Greek

  • κακίας — κακίᾱς , κακία badness fem acc pl κακίᾱς , κακία badness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακίαι — κακία badness fem nom/voc pl κακίᾱͅ , κακία badness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακίαν — κακίᾱν , κακία badness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακιῶν — κακία badness fem gen pl κακίζω abuse fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»